λοφᾷς

λοφᾷς
λοφάω
have a crest
pres subj act 2nd sg
λοφάω
have a crest
pres ind act 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λουφές — ο (Μ ἀλοφάς και λοφάς και λοφές) 1. μισθός, ιδίως ο μισθός που καταβαλλόταν για την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών επί τουρκοκρατίας και κατά τη διάρκεια τής Ελληνικής Επανάστασης 2. φιλοδώρημα 3. δωροδοκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ulufe «μισθός»] …   Dictionary of Greek

  • λοφαδίας — και λοφίας, ὁ (Α) ο πρώτος ραχιαίος σπόνδυλος, καθώς και το δέρμα που βρίσκεται πάνω σ αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *λοφάς, άδος (ἡ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”